a.readmore { /* CSS properties go here */ }

Επώνυμες μάρκες εώς -80%

Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Παροιμιώδεις εκφράσεις και η ερμηνία τους B' μέρος

 Οι παροιμίες και οι φράσεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά, έχουν μια μικρή ή μεγαλύτερη ιστορία πίσω τους. Ας δούμε λοιπόν την ιστορία μερικών από αυτές.

Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει


Ο Γιάννης της παροιμίας ήταν υπαρκτό πρόσωπο: Ο Γιάννης Θυμιούλας, ένα από τα παλικάρια του Κολοκοτρώνη από την Τρίπολη, για τον οποίο ο θρύλος λέει πως ήταν δυο μέτρα σε ύψος, τεράστιος σε διαστάσεις και φόβος και τρόμος για τον εχθρό σε κάθε μάχη. Ο Θυμιούλας με πέντε αρματολούς κάποια στιγμή βρέθηκαν πολιορκημένοι στη σπηλιά ενός βουνού. Μετά από μια ηρωική έξοδο σχεδόν επιχείρηση αυτοκτονίας που τρόμαξε τους πολιορκητές, ο Θυμιούλας κατέβηκε στο κοντινότερο χωριό και, μέρες νηστικός, έσφαξε και σούβλισε τρία αρνιά, τα οποία έφαγε μόνος του. Στη συνέχεια παρήγγειλε ένα βαρέλι κρασί, λίγο πριν φτάσει πάνω στην ώρα και ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, που ρώτησε τον προεστό του χωριού τι συμβαίνει, για να πάρει την πληρωμένη απάντηση «Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει»

Όλα τα ‘χε η Μαριορή ο φερετζές της έλειπε


Η παροιμία, αυτούσια, είναι η απάντηση που έδωσε ο Ιωάννης Κωλέττης όταν, σε μια από τις δεξιώσεις του Αντιβασιλιά, την εποχή του Όθωνα στην Αθήνα, κλήθηκε να σχολιάσει την στιλιστική επιλογή του αραχνοΰφαντου μαύρου βέλου της χήρας πλην τακτικής θαμώνος των κοσμικών συγκεντρώσεων Μαριορής  Ζαφειρίτσας Κοντολέοντος. Οι ελάχιστες κοσμικές δεξιώσεις εκείνη την εποχή δεν γίνονταν σε αυτό που λέμε «κλειστούς κύκλους», καθότι στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν υπήρχαν διακριτά διαμορφωμένες τάξεις πράγμα που σημαίνει ότι τόσο οι ατυχείς στιλιστικές επιλογές όσο και τα καυστικά σχόλια έδιναν κι έπαιρναν.

Άλλου παπά ευαγγέλιο


Αυτή τη φράση την παίρνουμε από μια Κεφαλλονίτικη ιστορία. Κάποιος παπάς σε ένα χωριουδάκι της Κεφαλονιάς, αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ' ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό. Ο παπάς όμως, στο δικό του Ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λέει. Εδώ όμως, στο ξένο Ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν μορφωμένος. Άρχισε, λοιπόν, ο καλός μας, να λέει το Ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου. Τότε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε! «Τι μας ψέλνεις εκεί παπά; Αυτό δεν είναι το σημερινό Ευαγγέλιο...». - Εμ. Τι να κάνω; απάντησε αυτός. «Αυτό είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο». Και από τότε έμεινε η φράση.

Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του


Το κάτεργο ήταν ιστιοφόρο πολεμικό ή πειρατικό πλοίο, με δυο ή τρεις σειρές κουπιών (αργότερα παροπλισμένο και αχρηστευμένο πολεμικό σκάφος, άλλοτε μόνιμα ελλιμενισμένο που χρησίμευε ως φυλακή καταδίκων, κι άλλοτε ως πλωτός στρατώνας), επίσης η φυλακή και οι σκληρές καταναγκαστικές εργασίες των φυλακισμένων.  Έτσι, στα μεσαιωνικά χρόνια που χρησιμοποιήθηκαν τα πλοία αυτά, «κατεργάρης» σήμαινε «κωπηλάτης σε κάτεργο», δηλαδή άνθρωπος που αποτελούσε το πλήρωμα αυτής της πλωτής φυλακής, κατάδικος συνήθως, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις απλά ο άνθρωπος που δούλευε σε κάτεργο.  Όταν έπεφτε ο αέρας, αλλά το πλοίο έπρεπε να συνεχίσει την πορεία του, η εντολή που ακουγόταν ήταν: «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του», δηλαδή κάθε κρατούμενος να καθίσει στη θέση του, στους ξύλινους πάγκους του πλοίου, και να πιάσει τα κουπιά. Σήμερα βέβαια που δεν υπάρχουν αυτές οι πλωτές φυλακές, η φράση διατηρείται αλλά με άλλη σημασία και δηλώνει την επαναφορά στην αρχική τάξη και στην εργασία μετά από διακοπή ή διάλειμμα.

Μάλλιασε η γλώσσα μου


Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο. Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά. Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : "μάλλιασε η γλώσσα μου", που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.

Αυτός χρωστάει της Μιχαλούς


Στα χρόνια του Όθωνα, βρισκόταν σε κάποιο σοκκάκι στο Ναύπλιο η ταβέρνα της Μιχαλούς. Παραδόπιστη και εκμεταλλεύτρια, από τον καιρό που πέθανε ο άντρας της, είχε μια περιορισμένη πελατεία, που τους έκανε πιστωση για ένα χρονικό διάστημα, μετά το τέλος του οποίου έπρεπε να εξοφληθεί ο λογαριασμός. Αλίμονο σε κείνον που δε θα ήταν συνεπής, η Μιχαλού, κυριολεκτικά τον εξευτέλιζε. Ανάμεσα σε αυτούς τους οφειλέτες ήταν και ένας ευσυνείδητος, που του ήταν αδύνατο να βρει τρόπο να την εξοφλήση, γιατί δεν είχε εκείνο τον καιρό δουλειά. Μέρα και νύχτα γύριζε ο άνθρωπος τους δρόμους παραμιλώντας. Όταν κάνεις ρωτούσε να μάθει τι είχε ο άνθρωπος αυτός, απαντούσαν : « αυτός χρωστάει της Μιχαλούς ». Από τότε έμεινε αυτή φράση.

Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά


Οι Ενετοί, που άλλοτε κυριαρχούσαν στις θάλασσες, εγκαινίασαν πρώτοι τα ιστιοφόρα μεταγωγικά, όταν ήθελαν να μεταφέρουν το στρατό τους. Τα καράβια αυτά ήταν ξύλινα και πελώρια και είχαν σχήμα αχλαδιού. Έσερναν δε τις περισσότερες φορές πίσω τους ένα μικρό καραβάκι, που έβαζαν μέσα τον οπλισμό και τα πολεμοφόδια, όπως ακόμα τρόφιμα και διάφορα πολεμικά σύνεργα. Οι Έλληνες τα είχαν βαφτίσει αχλάδες από το σχήμα τους. Έτσι όταν καμιά φορά στο πέλαγος παρουσιαζότανε κανένα άγνωστο καράβι, οι νησιώτες ( βιγλάτορες) ανέβαιναν πάνω στους βράχους και απ’εκεί παρακολουθούσαν με αγωνία τις κινήσεις του. Αν ήταν απλώς ιστιοφόρο, δεν ανησυχούσαν τόσο, γιατί υπήρχε πιθανότης να συνεχίσει αλλού τον δρόμο του. Αν όμως ήταν Αχλάδα τους έπιανε πανικός, γιατί καταλάβαιναν ότι σε λίγο θ’άρχιζαν μάχες, πολιορκίες, πείνες και θάνατοι. Έφευγαν τότε για να πάνε να ετοιμάσουν την άμυνα τους. Από στόμα σε στόμα κυκλοφορούσε η φήμη ότι η Αχλάδα έχει πίσω την ουρά. Με την ουρά εννοούσαν το καραβάκι που έσερνε το μεταγωγικό. Άρα επίθεση. Και έλεγαν: Πίσω έχει η Αχλάδα την ουρά, τι θα γίνει;

Τον πήραν στο ψηλό


Παρ` όλη τη σκληρότητα και τον τρόμο που βασίλευαν στο Βυζάντιο, οι επαναστάσεις δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Πολύ συχνά, ο καταπιεζόμενος λαός ξεσηκωνόταν, άρπαζε τσεκούρια και μαχαίρια κι έπεφτε πάνω στους δυνάστες του, που τους κατακρεουργούσε. Όταν μια λαϊκή εξέγερση πετύχαινε, οι επαναστάτες ανακήρυσσαν δικό τους βασιλιά, έδιωχναν τους παλιούς αξιωματούχους της Αυλής κι έβαζαν δικούς τους στη θέση τους. Στη «Βασιλεύουσα» υπήρχε -έξω από το Επταπύργιο- ένα μέρος που ονομαζόταν Ψηλό, όπως εξακολουθεί να λέγεται ακόμη και σήμερα. Κι αυτό, γιατί η τοποθεσία ήταν πάνω από τη θάλασσα, δηλαδή ήταν μέρος ψηλό. Στο σημείο αυτό, οι επαναστάτες έσερναν αλυσοδεμένους τους πρώην βασανιστές τους, τους κρεμούσαν σ` ένα δέντρο κι άρχιζαν να τους διαπομπεύουν με το χειρότερο τρόπο. Μικροί και μεγάλοι, περνούσαν μπρος από τον τιμωρούμενο και τον έφτυναν ή του έριχναν λεμονόκουπες κλπ. Ύστερα τον ξεκρεμούσαν κι έτσι δεμένο τον πετούσαν στη θάλασσα. Με τον ίδιο σχεδόν τρόπο, τιμώρησαν τη Μαρία Κομνηνή, την ωραία αλλά σκληρή αυτοκράτειρα του Βυζαντίου. Από το περιστατικό αυτό και από την ονομασία της τοποθεσίας που πήγαιναν τους τιμωρημένους βγήκε η φράση «τον πήραν στο ψηλό».

Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας


Φράση που μας την έκανε πιο γνωστή και από τότε έμεινε, ο Γέρος του Μωριά Θ. Κολοκοτρώνης. Λεγόταν, κυρίως, στους μύλους και στις βρύσες, που περίμεναν με τη σειρά τους να αλέσουν ή να πάρουν ένα σταμνί νερό. Έτσι, όταν έβλεπαν κανέναν παπά να θέλει να μην τηρήσει τη σειρά, του λέγανε τη φράση αυτή.

Και οι τοίχοι έχουν αυτιά


Από τα αρχαιότατα χρόνια και ως το Μεσαίωνα, η άμυνα μιας χώρας εναντίον των επιδρομέων, ήταν, κυρίως, τα τείχη που την κύκλωναν. Τα τείχη αυτά χτιζόντουσαν, συνήθως, με τη βοήθεια των σκλάβων και των αιχμαλώτων που συλλαμβάνονταν στις μάχες. Οι μηχανικοί, όμως, ανήκαν απαραίτητα στο στενό περιβάλλον του άρχοντα ή του βασιλιά, που κυβερνούσε τη χώρα. Τέτοιοι πασίγνωστοι μηχανικοί, ήταν ο Αθηναίος Αριστόβουλος -ένας από αυτούς που έχτισαν τα μεγάλα τείχη του Πειραιά- ο Λαύσακος, που ήταν στενός φίλος του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και ο Ναρσής, που υπηρετούσε κοντά στο Λέοντα το Σγουρό. Όταν ο τελευταίος, κυνηγημένος από τους Φράγκους κλείστηκε στον Ακροκόρινθο, ο Ναρσής του πρότεινε ένα σχέδιο φρουρίου, που έγινε αμέσως δεκτό. Το χτίσιμο του κράτησε ολόκληρο χρόνο κι όταν τέλειωσε, αποδείχτηκε πράγματι πως ήταν απόρθητο. Στα τείχη του φρουρίου ο Ναρσής έκανε και μια καινοτομία εκπληκτική για την εποχή του. Σε ορισμένα σημεία, τοποθέτησε μερικούς μυστικούς σωλήνες από κεραμόχωμα, που έφταναν, χωρίς να φαίνονται, ως κάτω στα υπόγεια, τα οποία χρησίμευαν για φυλακές. Όταν κανείς, λοιπόν, βρισκόταν πάνω στις επάλξεις του πύργου, από κει ψηλά μπορούσε ν` ακούσει από μέσα από τους σωλήνες, ό,τι λεγόταν από τους αιχμαλώτους, που ήταν κλεισμένοι εκεί. Ήταν, να πούμε, ένα είδος «μικρόφωνου» της εποχής του. Τότε όμως τα έλεγαν «ωτία». Τη φράση αυτή τη βρίσκουμε ακόμα στην όπερα του Μπετόβεν «Φιντέλιο». Εκεί υπάρχει το τραγούδι των φυλακισμένων που τελειώνει με τη φράση: «Έχουν και οι τοίχοι αφτιά». Και ο λόγος - η φράση αυτή έμεινε παροιμιώδης από το εξής περιστατικό: Σ` ένα από τα μουσικά απογευματινά που έδινε η βασίλισσα Αμαλία, σύζυγος του Όθωνα, έπαιξε πιάνο και τραγούδησε η ανιψιά του Κωλέττη, που είχε σπουδάσει στην Ευρώπη. Τελειώνοντας, λοιπόν, το τραγούδι με τη φράση «έχουνε και οι τοίχοι αφτιά», οι αντιοθωνικοί βρήκαν την ευκαιρία να διαδώσουν τη φράση αυτή σαν σύνθημα, λέγοντας, συγχρόνως, να φυλάγονται από τους κατασκόπους των Βαυαρών. Μια άλλη εκδοχή, πολύ παλιότερη λέει ότι: «Ο Βύζας που έχτισε το Βυζάντιο ανήγειρε και τείχη που είχαν μια αξιοθαύμαστη ιδιότητα. Αν κάποτε μια σάλπιγγα ή φωνή ανθρώπου ή ζώου ακουγόταν, αμέσως ο ήχος αυτός μεταβιβαζόταν στον αμέσως επόμενο πύργο και ούτω καθεξής. Αλλά και ο ένας από τους εφτά πύργους του Βύζα ονομαζόταν πύργος του Ηρακλή και έκανε ακουστά τα μυστικά των εχθρών, που ήταν έξω από τα τείχη και τα μετάδινε στους πολιορκούμενους.

Κάθομαι στ` αγκάθια


Όταν στα 1204 οι Φράγκοι Σταυροφόροι -μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης- ήρθαν να κυριέψουν το Μωριά με το Γοδεφρείδο Βιλλαρδουίνο, πολλούς κόπους και θυσίες, κατόρθωσαν, ύστερα από σαρανταένα χρόνια, να πολιορκήσουν τη Μονεμβασία, που έμενε η τελευταία ακυρίευτη, ακόμη, πολιτεία από το βασίλειο του Μωριά. Οι πολιορκημένοι όμως άντεχαν παλικαρίσια και, παρ` όλες τις προσπάθειες τους, οι Φράγκοι δεν κατόρθωναν να μπουν και να καταλάβουν το κάστρο της. Μερικοί απ` αυτούς τότε -κάπου τριακόσιοι- αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τους συντρόφους τους και να φύγουν, γιατί είχαν βαρεθεί το μάταιο αγώνα τους. Αυτό, όμως, θεωρήθηκε προδοσία κι ένας Φράγκος ανώτερος αξιωματικός -ο Ραούλ Πίζος- τους συνέλαβε όλους και τους τιμώρησε μ` ένα πολύ αυστηρό όσο και παράξενο τρόπο: Τους έγδυσε και τους κάθισε πάνω σε μυτερά αγκάθια. Όταν ο Βιλλαρδουίνος έμαθε την απάνθρωπη τιμωρία των στρατιωτών του, διέταξε τους άλλους αξιωματικούς να τον πιάσουν και να τον τιμωρήσουν με τον ίδιο τρόπο. Οι στρατιώτες που ήθελαν να φύγουν, εκτίμησαν την πράξη αυτή του αρχηγού τους κι έμειναν. Από το γεγονός αυτό, παρέμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «κάθουμε σε αγκάθια» που τη λέμε συνήθως, όταν μας βασανίζει κάτι.

Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε


Ο λαός βλέπει και κρίνει. Βλέπει τα πάντα που περνούν μπροστά από τα μάτια του. Παρακολουθεί όλες τις σκηνές του κοινωνικού βίου, αδιαφορώντας αν τα πρόσωπα των σκηνών αυτών είναι άνθρωποι ή ζώα. Κουνάει το κεφάλι του, χαμογελάει και κάπου - κάπου κάτι λέει. Αυτό που λέει, είναι η παροιμία, είναι παροιμιώδης έκφραση. Βλέπει τώρα το συμπέθερό του το Σταμάτη, που τρέχει δεξιά και αριστερά, ψάχνοντας να βρει το γάιδαρο του. Ο γερο - θυμόσοφος, που κάθεται κάτω στον ίσκιο μιας βελανιδιάς, είχε προσέξει, ότι ο Σταμάτης ο συμπέθερός του, είχε ξεσαμαρώσει το γάιδαρο, ότι του έβαλε σ ένα κουρούπι πίτουρο, σ ένα άλλο νερό και έφυγε αφήνοντας τον εκεί. Ο γέρος, όμως, είχε παρατηρήσει και κάτι άλλο: ότι το ζώο ήταν λυτό, ότι ανέμιζε την ουρά του, και ότι, άμα η μουργέλα (αλογόμυγα) του χώθηκε στο ρουθούνι, άρχισε τις κλοτσιές και το έβαλε στα πόδια. Και την ώρα που ο απελπισμένος Σταμάτης ζυγώνει το γέρο και τον ρωτάει: - Μπας και είδες, συμπέθερε, κατά πού έκανε ο γάιδαρος μου; Ο γέρος, αντί για άλλη απάντηση, του λέει και μάλιστα έμμετρα: - «Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε!...».


Διαβάστε το Α' μέρος ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου